γλίσχρασμα
1γλίσχρασμα — gluten neut nom/voc/acc sg …
2γλίσχρασμα — το (Α γλίσχρασμα) [γλισχραίνομαι] παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα …
3γλισχρασματώδης — ες [γλίσχρασμα] αυτός που έχει σχέση με το γλίσχρασμα ή μοιάζει με γλίσχρασμα …
1γλίσχρασμα — gluten neut nom/voc/acc sg …
2γλίσχρασμα — το (Α γλίσχρασμα) [γλισχραίνομαι] παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα …
3γλισχρασματώδης — ες [γλίσχρασμα] αυτός που έχει σχέση με το γλίσχρασμα ή μοιάζει με γλίσχρασμα …