γλωττίζω
1γλωττίζω — (Α) [γλώττα] δίνω ρουφηχτό φιλί στο στόμα προβάλλοντας τη γλώσσα …
2γλωττίζει — γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 2nd sg γλωττίζω kiss lasciviously pres ind act 3rd sg …
3γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …
4γλώττισμα — γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) [γλωττίζω] ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα …
5καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… …
6μεταγλωττίσας — μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζομαι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μεταγλωττίσᾱς , μετά γλωττίζω kiss lasciviously aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
7ἀπεγλωττισμένοις — ἀπό γλωττίζομαι perf part mp masc/neut dat pl (attic) ἀπό γλωττίζω kiss lasciviously perf part mp masc/neut dat pl …
8ἐπιγλωττίζομαι — ἐπί γλωττίζομαι pres ind mp 1st sg (attic) ἐπί γλωττίζω kiss lasciviously pres ind mp 1st sg …