γλωσσάριον
1γλωσσάριον — spoon neut nom/voc/acc sg …
2γλωττάριον — γλωσσάριον , γλωσσάριον spoon neut nom/voc/acc sg …
3γλωσσαρίων — γλωσσάριον spoon neut gen pl …
4γλωσσάριο — και γλωσσάρι, το (AM γλωσσάριον) [γλώσσα] μικρή γλώσσα νεοελλ. 1. συλλογή και ερμηνεία λέξεων ιδιωματικών, σπάνιων ή ειδικού τεχνικού ή επιστημονικού κλάδου 2. σύντομο λεξικό …
5λαΐνθη — (Α) (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «λάρναξ λιθίνη» …
6λαίλας — (Α) (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ὁ μὴ ἐκ γένους τύραννος» …
7λαιμώρη — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «λαμυρίς» 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «πρυτανεῑον» …
8λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] …
9περιπόρπημα — τό, Α [περιπορπώμαι] (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «συνεχομένη περόνη καὶ πόρπη, ὅ ἐστι κομβίον» …
10Αραβαντινός, Παναγιώτης — (Πάργα 1811 – Ιωάννινα 1870).Λόγιος. Σπούδασε στην Ακαδημία Γκίλφορντ στην Κέρκυρα, χρημάτισε δάσκαλος στα Ιωάννινα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και των γλωσσικών ιδιωμάτων της Ηπείρου.… …
- 1
- 2