-
1 сладости
сладости ж мн'. τα γλυκίσματα, τα γλυκά, οι λιχουδιές, τα ζαχαρωτά* * *ж мн.τα γλυκίσματα, τα γλυκά, οι λιχουδιές, τα ζαχαρωτά -
2 сладко
1. επίρ. γλυκά,2. ως κατηγ. είναι γλυκός•во рту сладко στο στόμα αισθάνομαι γλύκα.
|| είναι ευχάριστα, απόλαυση•сердцу было сладко αγαλλίασε η καρδιά.
-
3 сладость
-и θ.1. γλυκύτητα, γλύκα, γλυκάδα.2. πλθ. -ж τα γλυκύσματα, τα γλυκά.3. μτφ. ευφροσύνη, αγαλλίαση. -
4 глазок
глаз||окм1. уменьш. τό ματάκι·2. (окошечко камеры) τό παραθυράκι, ὁ φεγγίτης·3. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι, τό μπουμπούκι· ◊ анютины глазки ὁ πανσές, Ιον τό τρίχρουν одним \глазокком μέ μιά ματιά· делать глазки κάνω τά γλυκά μάτια· на \глазок μέ τό μάτι. -
5 остаток
оста́т||окм1. τό ὑπόλοιπο, τό ὑπόλειμμα:распродажа \остатокков ἐκποίηση τῶν ὑπολειμμάτων \остаток еды τά ἀποφάγια· \остатокки питья τά ἀποπιώματα·2. \остатокки мн. перен (следы чего-л.) τά ὑπολείμματα:\остатокки крепостничества τά ὑπολείμματα τής δουλοπαροικίας'3. бухг. τό ὑπόλοιπο-·4. мат τό ὑπόλοιπο[ν]·5. хим. ἡ ὑποστάθμη, τό Ιζημα, τό κατακάθι· ◊ \остаток дня τό ὑπόλοιπο τής ἡμέρας· остатки сла́дки погов. τά πιό γλυκά εἶναι τά ἀπομεινάρια -
6 сладкий
сладк||ийприл прям., перен γλυκός, γλυκύς:\сладкийое вино́ τό γλυκό κρασί· \сладкийие слова, речи γλυκά λόγια, μελίρρυτοι λόγοι· спать \сладкийим сном γλυκοκοιμοῦμαι. -
7 сладкоежка
сладкоежка м, ж разг ὁ λιχούδης, αὐτός πού ἀγαπάει τά γλυκά. -
8 сладость
сладост||ьж1. τό ζαχαρωτό, τό γλύκισμα, τό γλυκό:восточные \сладостьи τά ἀνατολίτικα γλυκίσματα·2. (удовольствие) ἡ γλύκα, ἡ γλυκάδα -
9 строить
строитьнесов1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:\строить дом κτίζω σπίτι·2. перен (созидать, создавать) χτίζω:\строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:\строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:\строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ. -
10 ягодка
ягодкаж1. уменьш. ὁ μικρός καρπός, ἡ ρωγίτσα·2. ласк. разг ματάκια μου, γλύκα μου. -
11 глазок
-зка, πλθ. глазки, -зок, -зкам κ. глазки, -ов а.1. ματάκι, οφθαλμίδιο.2. κηλίδα χρωματιστή σε έντομα, πτηνά κλπ.3. о1тп παρακολούθησης στις φυλακές.4. μάτι, οφθαλμός φυτού, πατάτας.εκφρ.анютины -и – ι’ον το τρίχρωμο, πανσές•на глазок – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•хоть одним -ом взглянуть, посмотреть – κ.τ.τ. να ρίξω έστω και μια ματιά, να ιδώ λιγάκι•строить ή делать -и – κάνω γλυκά μάτια, φλερτάρω. -
12 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
13 кантабиле
(μουσ.)1. επίρ. μελωόιακά, ήπια, γλυκά.2. ουδ. άκλ. ασμάτιο μελωδικό τραγούδι. -
14 кидать
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•
кидать невод ρίχνω το δίχτυ•
кидать тень ρίχνω σκιά•
кидать свет ρίχνω φως•
кидать взгляд ρίχνω ματιά.
|| μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•
его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.
εκφρ.кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.
|| αρέσκομαι•дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.
3. πηδώ•кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.
4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.εκφρ.кидать в глаза – βλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•то – αίμα. στο κεφάλι.. -
15 мечта
-ы γεν. πλθ. δεν έχει.1. όνειρο, ονειροπόλημα, φαντασιοκόπημα•сладкие -ы όνειρα γλυκά•
несбыточная мечта απραγματοποίητο όνειρο•
пустая мечта χίμαιρα•
предаваться -ам ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ.
2. πόθος διακαής•это было -ой моей жизни αυτό ήταν το όνειρο της ζωής μου.
|| παλ. όραμα, οπτασία. -
16 пиано
(μουσ.)επίρ. πιάνο, σιγά και γλυκά. -
17 разлакомить
-млю, -мишьρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) γλυκαίνω• κάνω να θέλει πιο πολύ.-γλυκαίνομαι• παρασύρομαι από τη γλύκα, την ηδονή. -
18 сладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.1. γλυκός•сладкий чай γλυκό τσάι•
плод γλυκός καρπός•
-ое вино γλυκό κρασί.
2. ουσ. ουδ-ое το γλύκισμα•обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.
3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•-ая жизнь απολαυστική ζωή•
-ие грзы όνειρα γλυκά•
сладкий сон γλυκός ύπνος•
сладкий звук γλυκός ήχος.
4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•-ие слова γλυκόλογα.
5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•
-ое масло βούτυρο ανάλατο.
-
19 сладостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. γλυκός, ευχάριστος•-ая дремота γλυκιά νύστα•
-ые мечты γλυκά όνειρα.
|| (για ήχο, φωνή)• γοητευτικός.2. φιλόφρονας, αβρός με το παραπάνω. -
20 слащавость
-и θ.γλυκύτητα, γλύκα, -άδα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλύκα — η 1. η ιδιότητα τού γλυκού, η γλυκιά γεύση 2. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή 3. η απαλότητα, η ηπιότητα («η γλύκα τού καιρού, τής φωνής, τού καντηλιού») 4. η ανακούφιση («...τ αγέρι τού Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει... στα σωθικά», Βαλαωρ.) 5 … Dictionary of Greek
γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… … Dictionary of Greek
γλύκα — η 1. η γλυκιά γεύση: Η γλύκα των ώριμων φρούτων. 2. μτφ., η απόλαυση, η ευχαρίστηση: Η γλύκα της φωνής της ηρεμεί τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γλυκά Νερά — Κωμόπολη (υψόμ. 220 μ., 6.623 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται Α των Αθηνών και αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
Γλύκαν — Γλύκᾱν , Γλύκη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
χέλι — (anguilla anguilla). Επιστημονικά ονομάζεται έγχελυς ο κοινός. Τελεόστεος ιχθύς με σώμα κυλινδρικό στην κεντρική και εμπρόσθια ζώνη και πεπλατυσμένο πλευρικά στο ουραίο τμήμα. Έχουν γκρίζο χρώμα στη ράχη και κιτρινωπό στην κοιλιά, παίρνουν όμως… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… … Dictionary of Greek