γλιχώ

  • 1φιλογλιχώ — έω, Α είμαι διεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γλιχῶ (< γλιχός «περίεργος» < γλίχομαι «επιθυμώ, επιμένω»)] …

    Dictionary of Greek