γλευκίτης
1γλευκίτης — γλευκίτης, ο (Μ) [γλεύκος] κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση …
2γλευκίτης — γλευκί̱της , γλευκίτης masc nom sg …
3γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …
4γλευκίτην — γλευκί̱την , γλευκίτης masc acc sg (attic epic ionic) …