γλαφυρός
1γλαφυρός — hollow masc nom sg …
2γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… …
3γλαφυρός — ή, ό επίρρ. ά κομψός, ευχάριστος, χαριτωμένος: Γλαφυρό ύφος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5γλαφυρώτερον — γλαφυρός hollow adverbial comp γλαφυρός hollow masc acc comp sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc comp sg …
6γλαφυρωτάτων — γλαφυρός hollow fem gen superl pl γλαφυρός hollow masc/neut gen superl pl …
7γλαφυρωτέρων — γλαφυρός hollow fem gen comp pl γλαφυρός hollow masc/neut gen comp pl …
8γλαφυρῶν — γλαφυρός hollow fem gen pl γλαφυρός hollow masc/neut gen pl …
9γλαφυρόν — γλαφυρός hollow masc acc sg γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc sg …
10γλαφυρώτατα — γλαφυρός hollow adverbial superl γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc superl pl …