γλαφυρία
1γλαφυρία — γλαφυρία, η (Α) [γλαφυρός] 1. στιλπνότητα, λειότητα 2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια 3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα* …
2γλαφυρίας — γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem gen sg (attic doric aeolic) …
3γλαφυρίαν — γλαφυρίᾱν , γλαφυρία elegance fem acc sg (attic doric aeolic) …
4γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg …
5γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl …
6γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg …
7γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg …