γλαυκό-χρως
1γλαυκόχροος — γλαυκόχροος, ο, η (Α) αυτός που έχει γλαυκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + χροος < χρως «χρώμα»] …
2οστρακόχρους — ὀστρακόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. γλαυκό χρους] …