1γλήνεα — γλή̱νεα , γλῆνος gaudy things neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2γλήνος — γλῆνος, το (Α) Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα 1. παιχνίδια, στολίδια 2. άστρα II. εν. 1. γλήνη τού οφθαλμού* 2. το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη] …
Dictionary of Greek