γκρεμίζω

  • 1γκρεμίζω — γκρεμίζω, γκρέμισα βλ. πίν. 33 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 3γκρεμίζω — γκρέμισα, γκρεμίστηκα, γκρεμισμένος 1. ρίχνω στον γκρεμό: Καθώς πάλευαν γκρεμίστηκαν στη χαράδρα. 2. κατεδαφίζω: Γκρεμίσαμε έναν τοίχο του σπιτιού για να ενώσουμε δύο δωμάτια. 3. μτφ., διαψεύδω, εξαλείφω: Γκρέμισε όλα μου τα όνειρα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4απογκρεμίζω — γκρεμίζω εντελώς, συμπληρώνω το γκρέμισμα …

    Dictionary of Greek

  • 5γκρεμώ — και μ(ν)άω 1. γκρεμίζω 2. καταστρέφω 3. (για άψυχα) καταρρέω, γίνομαι ερείπιο (α. «γκρέμησε το σπίτι» β. «μη φοβάσαι, δεν γκρεμάει το σπίτι» δεν υπάρχει περίπτωση να καταρρεύσει) 4. γκρεμιέμαι καταρρέω («ολημερίς νά χτίζουμε, το βράδυ να… …

    Dictionary of Greek

  • 6κατακρημνίζω — και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM κατακρημνίζω) γκρεμίζω κάποιον ή κάτι από ψηλά ή πετώ κάποιον ή κάτι σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῡ ἄκρου τοῡ κρημνοῡ», ΠΔ) νεοελλ. χημ. αποχωρίζω μια ουσία διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως ίζημα… …

    Dictionary of Greek

  • 7συνερείπω — Α γκρεμίζω, καταστρέφω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρείπω «κατεδαφίζω, γκρεμίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 8αγκρέμιστος — η, ο [γκρεμίζω] αυτός που δεν γκρεμίστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 9αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …

    Dictionary of Greek

  • 10ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… …

    Dictionary of Greek