Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γκρί

См. также в других словарях:

  • γκρι — ο, η, το (λ. γαλλ.), ο σταχτής, ο γκρίζος: Αγόρασα ένα γκρι πανωφόρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκρι, Χουάν — (Juan Gris, Μαδρίτη 1887 – Παρίσι 1927). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ Βιστοριάνο Γκονθάλεθ (Jose Vistoriano Gonzales). Η έμφυτη διαλεκτική αυστηρότητά του γρήγορα τον προσανατόλισε σε πειραματισμούς που κατέληξαν στον κυβισμό… …   Dictionary of Greek

  • γκρι — 1. το χρώμα τής στάχτης 2. επίθ. φαιός, γκρίζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gris] …   Dictionary of Greek

  • γκρι-γκρι — το η αδιάκοπη γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… …   Dictionary of Greek

  • γκρίζος — α, ο 1. σταχτής («γκρίζα ρούχα ή μαλλιά») 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το γκρίζο το γκρι χρώμα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γκρίζα τα γκρι ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grigio] …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Άρσιλ — (Arshile Gorky, Σότσι, Αρμενία 1904 – Σέρμαν, ΗΠΑ 1948). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ζωγράφου, αρμενικής καταγωγής, Βοστάνιγκ Αντοϊάν. Στις ΗΠΑ εγκαταστάθηκε το 1920. Αρχικά εμπνεύστηκε από τον Σεζάν και τον Πικάσο, γρήγορα όμως… …   Dictionary of Greek

  • δαλτονισμός ή αχρωματοψία — Συγγενής ανικανότητα διάκρισης των χρωμάτων. Οφείλει την ονομασία της στον φημισμένο Άγγλο χημικό Τζον Ντάλτον, ο οποίος έπασχε ο ίδιος από αυτή τη νόσο και την περιέγραψε πρώτος με ακρίβεια. Η συνηθέστερη μορφή της χαρακτηρίζεται από τύφλωση ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»