-
1 пика
пи́к||а I ж (оружие) τό δόρυ, τό κοντάρι· ◊ в \пикау кому-л. γιά τό γινάτι, στό πείσμα κάποιου, γιά νά πικάρω κάποιον. пика II ж см. пи́кн. -
2 раззадориваться
раззадоривать||сяδιεγείρομαι, βάζω κάτι γινάτι. -
3 упрямство
упря||мствос τό πείσμα, ἡ ίσχυρογνωμοσύνη, τό γινάτι, ἡ ἐπιμονή. -
4 запирательство
-а ουδ.ισχυρογνωμοσύνη, στενοκεφαλιά γινάτι. -
5 запирать
ρ.δ.βλ. запереть.1. βλ. запереться (1, 2 σημ.).2. γινατεύω, με πιάνει το γινάτι• δεν παραδέχομαι το φταίξιμο μου. -
6 разведаться
ρ.σ. παλ. εκδικούμαι, αντι-πληρώνω, βγάζω το άχτι, το γινάτι. -
7 раззадорить
-рго -ришьρ.σ.μ.ερεθίζω, αψώνω, διεγείρω• προκαλώ• γινατώνω.αψώνω, το βάζω πείσμα, γινάτι, πεισματώνω. -
8 сердце
-а, πλθ. сердца, -дец, -дцамουδ.1. η καρδιά•сердце бьтся η καρδιά χτυπά•
порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•
болезни -а καρδιακές παθήσεις•
биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.
2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•
я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).
3. θυμός, οργή, εξόργιση.4. κέντρο•афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.
εκφρ.в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•всем -ем – ολόκαρδα•сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή). -
9 упорность
-и θ.επιμονή, εμμονή. || σταθερότητα, ακαμψία. || πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι. -
10 упорство
-а ουδ.επιμονή, εμμονή. || πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι. || ένταση, μανία•ветер дул с -ом ο άνεμος φυσούσε με μανία (μανιασμένος).
-
11 упрямство
-а ουδ.πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι.
См. также в других словарях:
γινάτι — το (λ. τουρκ.) 1. το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη: Τον έπιασε το γινάτι του και δε θέλει να τη συγχωρέσει. 2. μίσος, έχθρα: Μου κρατάει γινάτι, γιατί δεν πήρα το μέρος του στον καβγά. 3. φρ., «Το γινάτι βγάζει μάτι», το πείσμα βλάπτει τελικά αυτόν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γινάτι — και γενάτι και ινάτι, το 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια») 3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον… … Dictionary of Greek
Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 … Wikipedia
αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος … Dictionary of Greek
ινάτι — το βλ. γινάτι … Dictionary of Greek
ινατσής — ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. inatči (< inat «γινάτι, πείσμα»)] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
ινάτι — το βλ. γινάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίκα — η (λ. ιταλ.) 1. σύμβολο χαρτιού της τράπουλας, μπαστούνι. 2. πείσμα, θυμός, γινάτι: Τον έχω μια πίκα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείσμα — το η αμετάθετη επιμονή σε μια άποψη, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι: Έχει τρομερό πείσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)