γιγάντειος
1γιγάντειος — και γιγάντιος, α, ο (AM γιγάντειος, α, ον) [γίγας] αυτός που μοιάζει στο μέγεθος ή στη δύναμη με γίγαντα ||νεοελλ. 1. υπεράνθρωπος 2. (για πράξεις ή πράγματα) αυτός που επιτελέστηκε ή συντελέστηκε με υπεράνθρωπους μόχθους …
2Γιγαντείων — Γιγάντειος gigantic fem gen pl Γιγάντειος gigantic masc/neut gen pl …
3Γιγάντειον — Γιγάντειος gigantic masc acc sg Γιγάντειος gigantic neut nom/voc/acc sg …
4Γιγαντείαις — Γιγάντειος gigantic fem dat pl …
5Γιγαντείης — Γιγάντειος gigantic fem gen sg (epic ionic) …
6Γιγαντείοις — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat pl …
7Γιγαντείοισι — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8Γιγαντείου — Γιγάντειος gigantic masc/neut gen sg …
9Γιγαντείῃσι — Γιγάντειος gigantic fem dat pl (epic ionic) …
10Γιγαντείῳ — Γιγάντειος gigantic masc/neut dat sg …
- 1
- 2