γιγνόμεϑα
1γιγνόμεθα — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st pl γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
2γιγνόμεθ' — γιγνόμεθα , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st pl γιγνόμεθα , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
3εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… …