γεύσασθαι
1γεύσασθαι — γεύω give a taste aor inf mid …
2θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… …
3γεύσασθ' — γεύσασθε , γεύω give a taste aor imperat mid 2nd pl γεύσασθαι , γεύω give a taste aor inf mid γεύσασθε , γεύω give a taste aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …