γεωργός
1γεωργός — tilling the ground masc/fem nom sg …
2γεωργός — ο (AM γεωργός, ο Α και γεωργός, όν) καλλιεργητής τής γης, αγρότης αρχ. 1. στον πληθ. οι γεωργοί κύριοι μικρών αγρών ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας 2. φρ. «γεωργός ὄχλος» γεωργοί, χωρικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Με αντιμεταχώρηση < γη (F)… …
3γεωργός — ο αυτός που καλλιεργεί τη γη: Οι γεωργοί διαπίστωσαν ότι οι καλλιέργειές τους καταστράφηκαν από τον παγετό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Μπόντης, Γεώργος — (Αθήνα 1944 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του φωτογράφου και λογοτέχνη Γιώργου Μπαλάνου. Σπούδασε ηλεκτρονικά (για 1 χρόνο) και αγγλικά, ενώ ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη φυσική. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας και στη συνέχεια …
5γεωργόν — γεωργός tilling the ground masc/fem acc sg γεωργός tilling the ground neut nom/voc/acc sg …
6γεωργοῖν — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut gen/dat dual …
7γεωργοί — γεωργός tilling the ground masc/fem nom/voc pl …
8γεωργούς — γεωργός tilling the ground masc/fem acc pl …
9γεωργέ — γεωργός tilling the ground masc/fem voc sg …
10γεωργῷ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut dat sg …