γεφυρωτής
1γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός …
2γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3γεφυρωτάς — γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc acc pl γεφυρωτά̱ς , γεφυρωτής bridge builder masc nom sg (epic doric aeolic) …