γεράνδρυον
1γεράνδρυον — γεράνδρυον, το (Α) γέρικο δέντρο, κορμός ή κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τον τύπο τού μελάν δρυον] …
2γεράνδρυον — an old tree neut nom/voc/acc sg …
3γερανδρύοις — γεράνδρυον an old tree neut dat pl …
4γερανδρύου — γεράνδρυον an old tree neut gen sg …
5γερανδρύων — γεράνδρυον an old tree neut gen pl …
6γεράνδρυα — γεράνδρυον an old tree neut nom/voc/acc pl …
7GERANDRYON — locus olim oraculo celebris, apud Clementem Alex. Protreptico ad Gentes, Γεράνδρυον δε ψάμμοις ἐρήματοις τε τιμημεν´ον καὶ τὸ ἀυτόθι μαντεῖον, ἀυτῇς δρυϊ μεμαραϚμένον, μύθοις γεγηρακότη καταλείψατε. Gerandryon autem arenis desertis honoratum, et… …
8οπωρώνης — ὀπωρώνης, ὁ (Α) 1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.) 2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν μετ ὀλίγον… …
9πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι …
10deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …