γεργέριμος
1γεργέριμος — γεργέριμος, η (Α) (ενν. ἐλαία) ελιά ώριμη, έτοιμη να πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολος παραμένει ο συσχετισμός τής λ. με το γέρων καθώς και με το αρχ. ινδ. jarjara «εύθραυστος, αυτός που απειλεί καταστροφή». Σύμφωνα με νεώτερη άποψη,… …
2ĝer-, ĝerǝ-, ĝrē- — ĝer , ĝerǝ , ĝrē English meaning: to rub; to be old; grain Deutsche Übersetzung: “morsch, reif werden, altern” Note: also, esp. in formations with formants no , “corn, grain, Kern” (only NW IE); die oldest meaning seems “rub”… …