γενῇ
1γενῇ — γενή fem dat sg (attic epic ionic) …
2γενή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3γενή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 32 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. * * * γενή, η (ποιητ. τ.) (Α) γενεά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γενεά*] …
4γένη — γένος race neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γένος race neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
5γένῃ — γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 2nd sg …
6γενῆι — γενῇ , γενή fem dat sg (attic epic ionic) …
7γενῆς — γενή fem gen sg (attic epic ionic) …
8γενήν — γενή fem acc sg (attic epic ionic) …
9γένηι — γένῃ , γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 2nd sg …
10Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …