γενέ-θλη

  • 1φύτλη — και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. φύτρα, γενιά 2. (μτγν. τ.) φύσις* («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ. φύω* με τα επιθήματα τλη / τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται… …

    Dictionary of Greek

  • 2εχέτλη — ἐχέτλη, ἡ (Α) η λαβή τού αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εχέ θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε * τού έχω (I) (για το επίθημα πρβλ. γενέ θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια… …

    Dictionary of Greek