γενέτωρ
1γενέτωρ — ( ορος), ο (AM) 1. γεννήτωρ, πρόγονος 2. (για τους θεούς) ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ τωρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] …
2Γενέτωρ — masc nom sg …
3γενέτωρ — γενέτης begetter masc nom sg γενέτωρ masc nom sg …
4Γενετόρων — Γενέτωρ masc gen pl …
5Γενέτορα — Γενέτωρ masc acc sg …
6Γενέτορας — Γενέτωρ masc acc pl …
7Γενέτορι — Γενέτωρ masc dat sg …
8Γενέτορος — Γενέτωρ masc gen sg …
9γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …
10ομογενέτωρ — ὁμογενέτωρ, ορος, ὁ (Α) αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γενέτωρ (< γίγνομαι), πρβλ. αυτο γενέτωρ] …