γενν-ήτωρ

  • 1σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] …

    Dictionary of Greek