γεννητήρ
1γεννητήρ — ο (Α) [γεννώ] ο γεννητής* …
2γεννητῆρα — γεννητήρ masc acc sg …
3γεννήτειρα — γεννήτειρα, η (Α) (θηλ. τού γεννητήρ) η γενέτειρα* …
4γεννητούρια — τα 1. γέννα, τοκετός 2. τα γενέθλια 3. ο τόπος τής γέννησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *γεννητήρια, πληθ. ουδ. τού επιθ. *γεννητήριος (< γεννητήρ*), με επίδραση τής κατάλ. ούρια κατ άλλους, γεννητούρια < επίθ. γεννητός + (κατάλ.) ούρια, πληθ. ουδ …