γεννητικός
1γεννητικός — generative masc nom sg …
2γεννητικός — ή, ό (AM) γεννητικός, ή, όν) 1. αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει κάτι 2. (ειδικά για την αναπαραγωγή τού είδους) αυτός που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη,… …
3γεννητικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή: Τον κλώτσησε στα γεννητικά του όργανα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γεννητικά — γεννητικός generative neut nom/voc/acc pl γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc/acc dual γεννητικά̱ , γεννητικός generative fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5γεννητικώτερον — γεννητικός generative adverbial comp γεννητικός generative masc acc comp sg γεννητικός generative neut nom/voc/acc comp sg …
6γεννητικῶν — γεννητικός generative fem gen pl γεννητικός generative masc/neut gen pl …
7γεννητικόν — γεννητικός generative masc acc sg γεννητικός generative neut nom/voc/acc sg …
8γεννητικώτατον — γεννητικός generative masc acc superl sg γεννητικός generative neut nom/voc/acc superl sg …
9γεννητικαῖς — γεννητικός generative fem dat pl …
10γεννητικαί — γεννητικός generative fem nom/voc pl …