γενναίος

  • 81ANAXARCHUS — I. ANAXARCHUS Philosophus Abderita, sectator Democriti; habuit inimicum Nicocreontem Cypri tyrannum, cuius caput quia deesse convivio regali dixerat, interrogatus ab Alexandro M. apud quem summô locô erat, post huius mortem a tyranno comprehensus …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 82JEROBOAMUS I — JEROBOAMUS I. fil. Nabati. Israelis Rex impius. 1. Reg. c. 11. v. 26. 2. Par. c. 13. v. 19. et seqq. Ioseph. Antiqq. l. 8. ubi de eo: Γενναῖος καὶ πολμηρὸς, φύσει θερμὸς ὼν, καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων Decem tribus a Rehabeamo, Salomonis fil …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 83LASER — in condimentis Vett. multi usûs. Apicii Excerpta, In brevi pigmentorum, quoe in domo esse dehent, ut condimentis nihil desit, recensentur crocum, piper, zingiber, lasar, solium, bacca murtoe, costum, caryophyllum. Et paulo infra, de siccis hoc… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 84NEMBROTH — de quo Sulp. Severus, l. 1. c. 5. Chami fil. Chus nomine Nembrod gigantem genuit. Ebraeis Nimord, a marad, rebellavit. Νεβρὼδ 70. Interpretibus. Unde in Iosepho Ναβρὼδ. Gigantem dixit Sulpitius, ex antiquâ opinione orta ex 70. Interpretibus. Quod …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 85NIMROD — Ναβρώδης Iosepho, qui sic de eo Iud. Ant. l. 1. c. 5. Ἐξῇρε δὲ αὐτοὺς πρός τε ὕβριν τοῦ Θεοῦ καὶ καταφρόνησιν ὁ Ναβρώδης, ὠς ὑιωνὸς μὲν ὤν Χάμου τοῦ Νώχου, τολμηρὸς δὲ καὶ κατὰ χεῖρα γενναῖος, ἔπειθεν αὐτοὺς μὴ τῷ Θεῷ διδόναι τὸ δἰ ἐκεῖνον… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 86Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… …

    Dictionary of Greek

  • 87Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 88Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …

    Dictionary of Greek

  • 89Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 90Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek