γενναίος

  • 31θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 32καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …

    Dictionary of Greek

  • 33κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… …

    Dictionary of Greek

  • 34χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …

    Dictionary of Greek

  • 35Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …

    Dictionary of Greek

  • 36Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …

    Dictionary of Greek

  • 37γενναιοτάταις — γενναῑοτάταις , γενναῖος true to one s birth fem dat superl pl γενναῑοτάταις , γενναῖος true to one s birth fem dat superl pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 38γενναιοτάταν — γενναῑοτάτᾱν , γενναῖος true to one s birth fem acc superl sg (doric aeolic) γενναῑοτάτᾱν , γενναῖος true to one s birth fem acc superl sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 39γενναιοτάτη — γενναῑοτάτη , γενναῖος true to one s birth fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) γενναῑοτάτη , γενναῖος true to one s birth fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 40γενναιοτάτην — γενναῑοτάτην , γενναῖος true to one s birth fem acc superl sg (attic epic ionic) γενναῑοτάτην , γενναῖος true to one s birth fem acc superl sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)