γενναίος
21γενναιότατον — γενναῑότατον , γενναῖος true to one s birth masc acc superl sg γενναῑότατον , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc superl sg γενναῑότατον , γενναῖος true to one s birth masc acc superl sg γενναῑότατον , γενναῖος true to one s birth… …
22γενναίω — γενναί̱ω , γενναῖος true to one s birth masc/neut nom/voc/acc dual γενναί̱ω , γενναῖος true to one s birth masc/neut gen sg (doric aeolic) γενναί̱ω , γενναῖος true to one s birth masc/fem/neut nom/voc/acc dual γενναί̱ω , γενναῖος true to one s… …
23γενναίως — γενναί̱ως , γενναῖος true to one s birth adverbial γενναί̱ως , γενναῖος true to one s birth masc acc pl (doric) γενναί̱ως , γενναῖος true to one s birth adverbial γενναί̱ως , γενναῖος true to one s birth masc/fem acc pl (doric) …
24λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …
25γενναιοτέρως — γενναῑοτέρως , γενναῖος true to one s birth adverbial comp γενναῑοτέρως , γενναῖος true to one s birth masc acc comp pl (doric) γενναῑοτέρως , γενναῖος true to one s birth masc acc comp pl (doric) …
26γενναίων — γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth fem gen pl γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth masc/neut gen pl γενναί̱ων , γενναῖος true to one s birth masc/fem/neut gen pl …
27ανδραγαθώ — (AM ανδραγαθώ, έω) εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίος αρχ. είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι …
28γενναιάζω — (Μ) [γενναίος] είμαι γενναίος …
29γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …
30ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …