γενναίος

  • 121δράκοντας — Βλ. λ. Δράκων. * * * και δράκων και δράκος, ο (θηλ. δράκαινα και δράκισσα και δρακόντισσα, η) (AM δράκων Μ και δράκος, θηλ. δράκαινα) Ι. δράκοντας και δράκων (AM δράκων) 1. τεράστιο μυθικό φτερωτό ερπετό 2. οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό τέρας 3 …

    Dictionary of Greek

  • 122δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… …

    Dictionary of Greek

  • 123εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… …

    Dictionary of Greek

  • 124ενάρετος — η, ο (AM ἐνάρετος, η, ο ν) αυτός που ζει ή γίνεται με αρετή, χρηστός, ηθικός («ἔνδοξον καὶ ἐνάρετον ἀρχήν», Ηρωδιαν.) αρχ. 1. γενναίος, ανδρείος 2. παραγωγικός, εύφορος. επίρρ... εναρέτως, α 1. με τρόπο ενάρετο, χρηστώς, ηθικώς 2. γενναίως,… …

    Dictionary of Greek

  • 125εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 126εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …

    Dictionary of Greek

  • 127ηΰς — ἠΰς, ύ (Α) (επικ. τ. αντί ἐύς) ωραίος, γενναίος, αγαθός («ἠύς τε μέγας τε» ωραίος και μεγάλος στο ανάστημα, Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 128ηρωικός — ή, ό (Α ἡρωϊκός, ή, όν) [ήρως] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους») 2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή») νεοελλ. αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας αρχ.… …

    Dictionary of Greek