γενναίος

  • 111βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… …

    Dictionary of Greek

  • 112γεννάδας — γεννάδας, ο (Α) ευγενής, γενναίος, ανώτερος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέννα παρά τη φαινομενική ομοιότητα της προς δωρικό τ., πρόκειται για λ. τής αττικής διαλέκτου, με ειρωνική και σκωπτική χρήση] …

    Dictionary of Greek

  • 113γενναιόδωρος — η, ο αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 114γενναιόθυμος — γενναιόθυμος, ον (Μ) ο γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + θυμός «ψυχή, καρδιά»] …

    Dictionary of Greek

  • 115γενναιόκαρδος — η, ο μεγαλόψυχος, ανδρείος, γενναίος …

    Dictionary of Greek

  • 116γενναιότητα — η (AM γενναιότης) [γενναίος] μεγαλοφροσύνη, ανδρεία νεοελλ. γενναιοδωρία, απλοχεριά αρχ. 1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια 2. (για τη γη) ευφορία …

    Dictionary of Greek

  • 117γενναιόφρων — ον (Μ γενναιόφρων, ον) αυτός που έχει γενναίο φρόνημα νεοελλ. 1. ο χωρίς πάθη, ανεξίκακος 2. γενναιόδωρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + φρων < φρην (φρενός) (πρβλ. άφρων, εύφρων)] …

    Dictionary of Greek

  • 118γενναιόψυχος — η, ο (Μ γενναιόψυχος, ον) αυτός που έχει ευγενική ψυχή, ο ανώτερος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + ψυχος < ψυχή (πρβλ. άψυχος, έμψυχος, εύψυχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 119γεννικός — γεννικός, ή, όν (Α) [γέννα] 1. ο γενναίος, αυτός που έχει ευγενικό ήθος 2. (για πράγματα) ο εξαιρετικής ποιότητας …

    Dictionary of Greek

  • 120γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek