1γενεήθεν — γενεῆθεν (Α) [γενεά] επίρρ. από τη γέννησή τους, από την αρχή, ανέκαθεν …
Dictionary of Greek
2γενεῆθεν — from birth indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)