γενετυλλίς
1Γενετυλλίς — goddess of one s birth hour fem nom sg …
2Γενετυλλίς — Θεότητα των γεννήσεων στην αρχαία Αθήνα. Αναφέρεται ως ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης …
3Γενετυλλίδα — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem acc sg …
4Γενετυλλίδας — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem acc pl …
5Γενετυλλίδες — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem nom/voc pl …
6Γενετυλλίδος — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem gen sg …
7Γενετυλλίδων — Γενετυλλίς goddess of one s birth hour fem gen pl …
8θανατουλίδα — η το θανατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτ. *θανατυλλίς (< θάνατος + επίθημα υλλίς), το οποίο υπετέθη ως προσωνυμία τής Περσεφόνης, που ήταν «έφορος τού θανάτου» (Κοραής, Άτακτα 4, 168), κατά το γενετυλλίς, προσωνυμία τής Αφροδίτης, που ήταν… …
9Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …