γεναρχῶν

  • 1γεναρχῶν — γενάρχης founder masc gen pl γεναρχέω to be the ancestor of the human race pres part act masc nom sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 3Ισαάκ — Βιβλικό πρόσωπο.Γιος του Αβραάμ και της Σάρας, θεωρείται γενάρχης των Εβραίων. Στο πρόσωπό του, σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ ότι θα του έδινε τη γη Χαναάν και απογόνους που θα έφερναν την ευλογία… …

    Dictionary of Greek