γενέθλη
1γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… …
2γενέθλη — race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3γενέθλῃ — γενέθλη race fem dat sg (attic epic ionic) …
4γενέθλαις — γενέθλη race fem dat pl …
5γενέθλην — γενέθλη race fem acc sg (attic epic ionic) …
6γενέθλης — γενέθλη race fem gen sg (attic epic ionic) …
7γενέθλῃσι — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) …
8γενέθλῃσιν — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) …
9γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …
10γενέθλα — γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc/acc dual γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc sg (doric aeolic) …