γεμίζω
1γεμίζω — γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: γεμίζω : χωρίς παθητική φωνή, γιατί σημαίνει και → καταλαμβάνω, καλύπτω τελείως κτλ. και → καταλαμβάνομαι, καλύπτομαι τελείως κτλ. Σε ορισμένα λεξικά απαντάται το γεμίζομαι ως παθητικό της… …
2γεμίζω — fill full of pres subj act 1st sg γεμίζω fill full of pres ind act 1st sg …
3γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …
4γεμίζω — γέμισα, γεμισμένος 1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο, πληρώ: Γέμισα την μπανιέρα με νερό. 2. ικανοποιώ: Ο γάμος μου δε με γεμίζει. 3. παχαίνω: Γέμισε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5γεγεμισμένα — γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6γεμίζετε — γεμίζω fill full of pres imperat act 2nd pl γεμίζω fill full of pres ind act 2nd pl γεμίζω fill full of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7γεμίσω — γεμίζω fill full of aor subj act 1st sg γεμίζω fill full of fut ind act 1st sg γεμίζω fill full of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
8γεμίσῃ — γεμίζω fill full of aor subj mid 2nd sg γεμίζω fill full of aor subj act 3rd sg γεμίζω fill full of fut ind mid 2nd sg …
9γεγεμισμέναι — γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc pl γεγεμισμένᾱͅ , γεμίζω fill full of perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …
10γεγεμισμένον — γεμίζω fill full of perf part mp masc acc sg γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc sg …