γεμίζω) βενζίνη
1φουλάρω — (λ. αγγλ.), φουλάρισα, φουλαρισμένος 1. μτβ. και αμτβ., γεμίζω τελείως, είμαι γεμάτος ως επάνω, κάνω κάτι πλήρες: Φουλάρω το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου με βενζίνη. – Το δοχείο πετρελαίου φουλάρισε. 2. πηγαίνω πολύ γρήγορα, τρέχω πάρα πολύ:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)