γελώων
1Γελῴων — Γελῷος fem gen pl Γελῷος masc/neut gen pl …
2γελώων — γελάω laugh pres part act masc voc sg (epic) γελάω laugh pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) γελάω laugh pres part act masc nom sg (epic) γελάω laugh fut part act masc voc sg (epic) γελάω laugh fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) γελάω… …
3Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …