γελως
1γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …
2γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg …
3Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο …
6γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg …
7γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual …
8γελώτων — γέλως laughter masc gen pl …
9γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl …
10γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl …