γελεῖν
1зола — подзол, а выщелоченная зола, почва после пожога леса , укр. зола, болг. зола, польск. zоɫа выщелоченная зола . Относят к зелёный, золото. Сюда же лит. žìlas седой , лтш. zils голубой , далее греч. χολή желчь ; см. Зубатый, AfslPh 16, 420;… …
2Gelb — Gêlb, er, ste, adj. et adv. eine Benennung einer sehr lichten Hauptfarbe, welche bey der Brechung des Lichtstrahles durch das Prisma zwischen der rothen und grünen Farbe zum Vorscheine kommt. Die verschiedenen Abänderungen dieser Farbe werden… …
3Γελλώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γυναίκα από τη Λέσβο, που έμεινε έγκυος και πέθανε στον τοκετό. Από τότε έγινε φάντασμα που έπνιγε τα μικρά παιδιά. Συχνά την ταύτιζαν με άλλα βλαπτικά πλάσματα, όπως την Έμπουσα και τη Λάμια. Την έλεγαν παιδολέτειρα και η… …
4γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …
5σιγαλόεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) 1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.) 2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά… …
6ĝel-, ĝelǝ-, ĝlē-, (also *gelēi- :) ĝ(e)lǝi- — ĝel , ĝelǝ , ĝlē , (also *gelēi :) ĝ(e)lǝi English meaning: light, to shine; to be joyful Deutsche Übersetzung: “hell, heiter glänzen” and “heiter sein, lächeln, lachen” Material: Arm. caɫr, gen. caɫu “ laughter “ (probably… …