γεγράφθαι
1γεγράφθαι — γράφω scratch perf inf mp …
2DEXTRA ad laevam scribendi mos vetus (a) — a DEXTRA ad laevam scribendi mos vetus et Hebtaeis, Syris omnibusqueve Orientalibus, Aegyptiis quevoque in usu. Neque absimile vero est, a Graecis initio receptum fuisse etiam, et satis diu retentium. Certe Olympiae, Agamemnonis statuae… …
3NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… …
4λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα …
5μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… …
6ρητορεύω — ῥητορεύω ΝΑ [ῥήτωρ, ορος] είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο νεοελλ. είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα τού λέγειν αρχ. 1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.) 2. παθ. ῥητορεύομαι (για λόγο) εκφωνούμαι… …
7σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …