1γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] …
Dictionary of Greek
2γεγηθότως — with joy indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)