-
1 лошадиный
лошади́н||ыйприл ἀλογήσιος, ἱππειος· ◊ \лошадиныйая си́ла тех. ὁ ίππος· \лошадиныйая доза γαϊδουρινή δόση. -
2 дьявольский
επ.1. διαβολικός• διαβολεμένος•-ое наваждение διαβολικό φάντασμα•
дьявольский характер διαβολεμένος χαρακτήρας.
2. πολύ μεγάλος, καταπληκτικός•-ое терпение γαϊδουρινή υπομονή.
3. κακούργος, δόλιος ύπουλος•-ая улыбка διαβολικό χαμόγελο.
|| βαρύς, δύσκολος, επαχθής•-ая работа δουλιά του διαβόλου•
-ая погода διαβολόκαιρος.
-
3 ишачий
επ.γαιδουρίσιος• -ινός•ишачий крик γαϊδουρινή φωνή, γκάρισμα.
-
4 ослиный
επ.γαϊδουρινός• γαιδουρίσιος•-ые уши γαϊδουρινά αυτιά•
-ое упрямство γαϊδουρινό πείσμα•
-ое терпение γαϊδουρινή υπομονή.
См. также в других словарях:
γαϊδουρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ αυτόν 2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος 3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή … Dictionary of Greek
ονοπρόσωπος — ὀνοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον] … Dictionary of Greek
γαϊδουρινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με το γάιδαρο: Γαϊδουρινά αυτιά. – Γαϊδουρινήυπομονή. 2. μτφ., απρεπής, αναιδής, πρόστυχος: Γαϊδουρινή συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)