γαυνάκης

  • 1γαυνάκης — γαυνάκης, ο (Α) ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό *gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)] …

    Dictionary of Greek

  • 2гуня — ветхая одежонка , гунка пеленка , укр. гуня сермяга болг. гуня плащ из козьей шерсти , сербохорв. гу̑њ вид верхнего платья , словен. gunj, чеш. houně ворсистая ткань, одеяло , слвц. huňa, польск. gunia – то же. Заимств. из др. ир. gaunyā ж.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 3καυνάκης — Υφαντό ένδυμα που έμοιαζε πολύ με δέρμα γίδας και το χρησιμοποιούσαν άνδρες και γυναίκες την πρώιμη σουμεριακή εποχή. Οι άνδρες φορούσαν τον κ. από τη μέση, αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος, ενώ οι γυναίκες κάλυπταν με αυτό ολόκληρο το σώμα τους,… …

    Dictionary of Greek