γαστρορραφίᾳ
1γαστρορραφία — γαστρορραφίᾱ , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem nom/voc/acc dual γαστρορραφίᾱ , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2γαστρορραφίᾳ — γαστρορραφίᾱͅ , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem dat sg (attic doric aeolic) …
3γαστρορραφία — η (Α γαστρορραφία) συρραφή τραύματος τών τοιχωμάτων τού στομάχου …
4γαστρορραφίας — γαστρορραφίᾱς , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem acc pl γαστρορραφίᾱς , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem gen sg (attic doric aeolic) …
5γαστρορραφίαι — γαστρορραφίᾱͅ , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem dat sg (attic doric aeolic) …
6γαστρορραφίαν — γαστρορραφίᾱν , γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem acc sg (attic doric aeolic) …
7γαστρορραφίαις — γαστρορραφία sewing up of a belly wound fem dat pl …
8γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …