γανόωντες

  • 1γανόωντες — γανάω glitter pres part act masc nom/voc pl (epic) γανόω make bright pres part act masc nom/voc pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …

    Dictionary of Greek