γαμβρός

  • 31πεντάγαμβρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε γαμπρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + γαμβρός] …

    Dictionary of Greek

  • 32σύγγαμβρος — ο, ΝΜΑ, και σύγαμπρος Ν καθένας από τους άνδρες που οι γυναίκες τους είναι αδελφές, κν. μπατζανάκης αρχ. γαμπρός σε σχέση με τον αδελφό τής νύφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαμβρός / γαμπρός] …

    Dictionary of Greek

  • 33ταμάς — Α (κατά τον Ησύχ.) «γαμβρός» …

    Dictionary of Greek

  • 34Λάσκαρης, Νικόλαος — (Αθήνα 1868 – 1945). Νομικός και θεατρικός συγγραφέας. Το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, αλλά τελικά προτίμησε να φοιτήσει στη θεατρική σχολή του ωδείου της… …

    Dictionary of Greek

  • 35Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 36ginere — GÍNERE, gineri, s.m. 1. Soţul unei femei, considerat în raport cu părinţii acesteia. 2. (pop.) Mire. – Din lat. gener, eri. Trimis de gall, 07.10.2008. Sursa: DEX 98  GÍNERE s. v. mire. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  gínere s. m …

    Dicționar Român

  • 37ԱՆԵՐ — (ոյ կամ ի.) NBH 1 0139 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c, 13c գ. Հայր հարսին՝ աներ կոչի փեսային. ... πενθερός socer (եւս եւ γαμβρός , որ եւ փեսայ, որպէս եբր. խաթան gener ) *Գողացաւ Յակոբ զսիրտ Լաբանու աներոյ իւրոյ: Մովսէս արածէր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 38ՀՈՐ 2 — (ի, ից.) NBH 2 0124 Chronological Sequence: 6c գ. γαμβρός gener. Փեսայ՝ ըստ որում առնչակից աներոյ իւրում. (որպէս թէ հիւր եկեալ որդի, որ եւ ʼի տեղի հօր ունի զաներ իւր.) ... *Հորք փոխանակ որդւոց են աներոցն, եւ փոխանակ հարց հորիցն՝ աներք. Փիլ. քհ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 39ՓԵՍԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Early classical գ. νυμφίος sponsus, maritus. Այր հարսին՝ օրինօք խօսեցեալ եւ ամուսնացեալ. փեսայ, սեռ.ʼʼ փեսի. ... *Որ ունի հարսն, նա է փեսայ. իսկ բարեկամ փեսային ուրախ լինի վասն ձայնի փեսային: Որպէս… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 40σύγαμπρος, ο — και σύ(γ)γαμβρος, ο ο άντρας της αδελφής της γυναίκας κάποιου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)