γαμβρός
21тесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. γαμβρός) всякий, породнившийся с кем л. посредством… …
22αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …
23γαμβρεύω — (Α) [γαμβρός] 1. συγγενεύω με γάμο 2. (για άντρα) γαμβρεύομαι παντρεύομαι …
24γαμβροκτόνος — γαμβροκτόνος, ον (AM) αυτός που σκοτώνει τον γαμπρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμβρός + κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος κ.λπ.)] …
25γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …
26επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …
27επιγαμβρεύω — ἐπιγαμβρεύω (AM) δίνω τον νεώτερο αδελφό ως σύζυγο στη χήρα τού μεγαλύτερου αδελφού αρχ. 1. γίνομαι γαμπρός κάποιου 2. γίνομαι πεθερός, κάνω γαμπρό 3. μέσ. συμπεθερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμβρεύω (< γαμβρός)] …
28θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… …
29νεόγαμβρος — και νεόγαμπρος, ὁ (Μ) ο νιόγαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γαμβρός] …
30ομόγαμβροι — ὁμόγαμβροι, οἱ (Α) αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γαμβρός] …