Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γαμήλιο

  • 1 эпиталама

    θ.
    επιθαλάμιο, τραγούδι γαμήλιο των αρχαίων Ελλήνων. || ποίημα γαμήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > эпиталама

  • 2 свадебный

    свадебный
    прил γαμήλιος, τοῦ γάμου:
    \свадебный подарок τό γαμήλιο δώρο.

    Русско-новогреческий словарь > свадебный

  • 3 венец

    -нца α.
    1. παλ. στεφάνι.
    2. παλ. στέμμα, κορώνα• διάδημα.
    3. γαμήλιο στεφάνι.
    4. μτφ. κορωνίδα.
    5. αλώνι, άλως, φωτεινός κύκλος των ουρανίων σωμάτων
    6. περίζωμα οικοδομής.
    7. στεφάνωμα, στέψη•

    до -нца πρίν τη στέψη•

    после -нца μετά τη στέψη.

    εκφρ.
    идти под венецπαλ. στεφανώνομαι, παντρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > венец

  • 4 подарок

    -рка α. δώρο, δώρημα• δωρεά χάρισμα•

    сделать подарок κάνω δώρο (δωρίζω)•

    свадебный подарок γαμήλιο δώρο•

    новогодный подарок πρωτοχρονιάτικο δώρο•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    дать в подарок δίνω για δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > подарок

  • 5 свадебный

    επ.
    του γάμου• γαμήλιος•

    -ая песня το γαμήλιο τραγούδι, ο υμέναιος•

    -ое платье νυφιάτικο φόρεμα•

    -ое кольцо ο αρραβώνας, η βέρα, δαχτυλίδι της μνησ;τείας, η βεργέτα, το μνήστρο•

    -ые подарки γαμήλια δώρα.

    Большой русско-греческий словарь > свадебный

См. также в других словарях:

  • Locomondo — en concert lors de la journée mondiale de l environnement 2008 à Gazi, Athènes. Pays d’origine …   Wikipédia en Français

  • Υμήν — ένος, ὁ, Α 1. ο θεός τού γάμου, ο Υμέναιος·2. (ως προσηγορικό) το γαμήλιο άσμα, ο υμέναιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι ταυτόσημη με την ὑμήν, ένος (βλ. λ. υμένας), υπαινισσόμενη μέσω τού γαμήλιου άσματος τα τυπικά που… …   Dictionary of Greek

  • συνυμεναιώ — όω, Α ψάλλω τον υμέναιο, τον γαμήλιο ύμνο από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑμεναιῶ «τραγουδώ το γαμήλιο άσμα»] …   Dictionary of Greek

  • υμέναιος — I Αρχικά η λέξη δήλωνε το γαμήλιο τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες, οι οποίες συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αργότερα όμως, σε ταύτιση με το όνομα Υμήν, σήμαινε και το θεό του γάμου, που τον απεικόνιζαν ως νέο, κάποτε φτερωτό, και γύρω… …   Dictionary of Greek

  • φιλοθάλαμος — ον, Μ (για γυναίκα) αυτός που τού αρέσει το γαμήλιο δωμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θάλαμος «γαμήλιο δωμάτιο» (πρβλ. νεο θάλαμος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόλεκτρος — ον, Α αυτός που τού αρέσει το γαμήλιο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λεκτρος (< λεκτρον «κλίνη, γαμήλιο κρεβάτι»), πρβλ. μισό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • Angelos Terzakis — ( el. Άγγελος Τερζάκης) (1907 in Nafplion – 3 August, 1979 in Athens) was a Greek writer of the 30s generation . He composed short stories, novels and plays.LifeHe was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915 when he moved to Athens,… …   Wikipedia

  • Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения …   Википедия

  • Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • ανυμέναιος — ἀνυμέναιος, ον (Α) [υμέναιος] 1. χωρίς γαμήλιο άσμα, άγαμος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνυμέναια χωρίς γάμο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»