γαληνός
1γαληνός — calm masc/fem nom sg …
2γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …
3Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… …
4γαληνότερον — γαληνός calm adverbial comp γαληνός calm masc acc comp sg γαληνός calm neut nom/voc/acc comp sg …
5γαληνοτάτων — γαληνός calm fem gen superl pl γαληνός calm masc/neut gen superl pl …
6γαληνόν — γαληνός calm masc/fem acc sg γαληνός calm neut nom/voc/acc sg …
7γαληνότατον — γαληνός calm masc acc superl sg γαληνός calm neut nom/voc/acc superl sg …
8γαληνοτάτη — γαληνός calm fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
9γαληνοτάτην — γαληνός calm fem acc superl sg (attic epic ionic) …
10γαληνοτάτης — γαληνός calm fem gen superl sg (attic epic ionic) …